- ταρίχου
- τάριχονneut gen sgταρί̱χου , τάριχος 1dead body preserved by embalmingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέλτης — ὁ, Α 1. είδος παστωμένου ψαριού τού Νείλου 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «εἶδος ταρίχου» β) «θρᾴκιον ὅπλον» … Dictionary of Greek